- ποιμένας
- ο / ποιμήν, -ένος, ΝΜΑ, δωρ. τ. ποιμάν Α1. βοσκός, ιδίως προβάτων, τσοπάνος και, ειδικότερα, στην αρχαία εποχή σε αντιδιαστολή προς τον κύριο ή ιδιοκτήτη, κν. σήμερα μπιστικός2. εκκλ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Χριστού) πνευματικός αρχηγός, ηγέτης («αὐτὸς ἔδωκε... τοὺς εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους», ΚΔ)3. μτφ. (συν. ως προσωνυμία βασιλέων και ηγεμόνων) εθνάρχης, κυβερνήτης («Ἀγαμέμνονα ποιμένα λαῶν», Ομ. Ιλ.)4. φρ. «ο καλός ποιμήν»εκκλ. παλαιοχριστιανική συμβολική παράσταση τού Χριστού ως καλού βοσκού που φροντίζει τα λογικά πρόβατα, τους πιστούς, η οποία στηρίζεται στα λόγια τού Χριστού («ἐγὼ εἰμὶ ὁ ποιμὴν ὁ καλός»)νεοελλ.1. (στους Έλληνες διαμαρτυρομένους) τίτλος ιερέα, πάστορας2. ο τέταρτος βαθμός στην ιεραρχία τής Φιλικής Εταιρείαςαρχ.1. κύριος («πλοῡτος ὁ λαχὼν ποιμένα ἐπακτὸν ἀλλότριον, θνάσκοντι στυγερώτατος» Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ποι-μήν ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pō(i)-/ pō-y- «προστατεύω, προφυλάσσω» με βουκολική σημ. και αντιστοιχεί με το λιθουαν. piemuō «νεαρός βοσκός». Στη λ. ποι-μήν εμφανίζεται βραχύφωνη δίφθογγος (νόμος Osthoff) και επίθημα -μην (πρβλ. λι-μήν, πυθ-μήν). Μακρόφωνος φωνηεντισμός -ω- με παρέκταση -y- μαρτυρείται στον τ. πῶυ «ποίμνιο, κοπάδι» που αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. pāyu- και αβεστ. pāyu- (πρβλ. αρχ. ινδ. pāti «προφυλάσσω»). Στην ίδια οικογένεια ανήκει και η λ. πῶμα* «κάλυμμα, σκέπασμα» (πρβλ. και λατ. pāsco «βόσκω»).ΠΑΡ. ποιμαίνω, ποιμενικός, ποίμνηαρχ.ποιμένιον, ποιμένιος, ποιμένισσαμσν.ποιμενόθινεοελλ.ποιμενίς, ποιμενισμός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ποιμάνωρμσν.- νεοελλ.ποιμενάρχης. (Β' συνθετικό) αρχιποιμήναρχ.επιποιμήννεοελλ.βλαχοποιμένας].
Dictionary of Greek. 2013.